ασφαλτικός

ασφαλτικός
η , ό[ν] асфальтовый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασφαλτικός" в других словарях:

  • ασφαλτικός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με την άσφαλτο: Ο ασφαλτικός τάπητας ήταν λεπτός, γι αυτό χάλασε τόσο γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφαλτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην άσφαλτο 2. ο κατασκευασμένος από άσφαλτο …   Dictionary of Greek

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • τάπητας — ο 1. παχύ μάλλινο ύφασμα για στρωσίδι δαπέδου ή τοίχου, χαλί, ταπέτο. 2. ό,τι χρησιμεύει για επίστρωση ή μοιάζει με χαλί: Ασφαλτικός τάπητας του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»